- πειραιώτικος
- -η, -ο [Πειραιώτης]πειραϊκός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον Πειραιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πειραιώτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά, αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειραϊκός — ή, ό βλ. πειραιώτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)